- γεωδες
- γεῶδεςγε-ῶδεςτό земляная природа, земля (как стихия)
(τὸ ὕδωρ καὴ γεῶδες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ὕδωρ καὴ γεῶδες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γεώδες — Ευρύχωρη σφαιροειδής κοιλότητα μέσα σε πετρώματα, που τα τοιχώματά της περιβάλλονται συνήθως με κρυστάλλους κυρίως ασβεστίτη ή χαλαζία ή ακόμα δολομίτη, χαλκηδονίου, βαρύτη και άλλων ορυκτών. Μερικές φορές η κρυσταλλική αυτή επένδυση σχηματίζει… … Dictionary of Greek
γεῶδες — γεώδης earth like masc/fem voc sg γεώδης earth like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… … Dictionary of Greek
πρισεΐτης — ο, Ν (ορυκτ.) γεώδες λευκό ένυδρο βορικό ορυκτό τού ασβεστίου, αλλ. πανδερμίτης … Dictionary of Greek
ώχρα — Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις… … Dictionary of Greek